γαλονάς

γαλονάς
ο [γαλόνι (Ι)]
αξιωματικός ή υπαξιωματικός ο βαθμός τού οποίου φαίνεται από τα γαλόνια τής στολής του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαλονάς — ο αυτός που φέρει γαλόνια, ο αξιωματικός, ο βαθμοφόρος στρατιωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλονάτος — ο ο γαλονάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”